- συνοικητήρ
- συνοικ-ητήρ, ῆρος, ὁ,A house-fellow, λιμός, ἐχθρὸς ς. Semon.7.102.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνοικητήρ — ῆρος, ὁ, Α συγκάτοικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνοικῶ «συγκατοικώ» + επίθημα τηρ (πρβλ. κινη τήρ)] … Dictionary of Greek
συνοικητῆρα — συνοικητήρ house fellow masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)